- ακαθησύχαστος
- η , ο [ος , ον ]1) неуспокоенный, волнующийся; 2) волнующий;
ακαθησύχαστες αμφιβολίες — неразрешённые сомнения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαθησύχαστες αμφιβολίες — неразрешённые сомнения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαθησύχαστος — η, ο [καθησυχάζω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καθησυχάσει, που βρίσκεται σε διαρκή ανησυχία … Dictionary of Greek
ακαθησύχαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καθησυχάσει, να καταπραΰνει: Έχει ακαθησύχαστες τύψεις για όσα μου έκαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαλάκωτος — η, ο [μαλακώνω] 1. αυτός που δεν μαλάκωσε μετά από επεξεργασία ή αυτός που δεν είναι δυνατό να μαλακώσει, σκληρός, αδρός 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαθησύχαστος, ακαλμάριστος 3. σκληρός, άτεγκτος … Dictionary of Greek